μαντατοφορίζω

μαντατοφορίζω
μαντατοφορίζω (Μ)
1. στέλνω μήνυμα
2. μέσ. μαντατοφορίζομαι
διεξάγω συνεννοήσεις μέσω αγγελιαφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαντατοφορῶ, κατά τα ρήματα σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”